- αλμοδοχείο(ν)
- το глиняный сосуд (или бочка) для хранения рассола
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλμοδοχείο — το δοχείο (βαρέλι, πιθάρι, τσουκάλι κ.λπ.) που περιέχει άλμη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη + δοχείο] … Dictionary of Greek
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek